- συσφίγγεται
- συσφίγγωbind close togetherpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
εύροπος — εὔροπος, ον (Α) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα («εὔροπον ἅμμα») βρόχος που συσφίγγεται εύκολα. επίρρ... εὐρόπως (Α) με ευχέρεια, με ευκολία, καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροπος (< ροπή), πρβλ. αντί ρροπος, ισό ρροπος] … Dictionary of Greek
πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… … Dictionary of Greek
πίεστρο — το / πίεστρον, ΝΑ το πιεστήριο νεοελλ. 1. κάθε όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται κάτι, όπως ο πιεστικός κοχλίας, το έμβολο μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά. 2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την επίσχεση… … Dictionary of Greek
συσφιγκτήρας — ο / συσφιγκτηρ, ῆρος, ΝΑ νεοελλ. 1. καθετί με το οποίο συσφίγγεται κάτι 2. τεχνολ. μηχανική διάταξη που χρησιμεύει για στερέωση, σύνδεση ή συγκράτηση αντικειμένων αρχ. στενό ένδυμα που περισφίγγει το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συσφίγγω + επίθημα τήρ(ας) … Dictionary of Greek
τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek